ῥαγοειδής

ῥαγοειδής
ῥαγοειδής
like berries
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ραγοειδής — ές / ῥαγοειδής, ές, ΝΑ [ῥάξ, ῥαγός] αυτός που μοιάζει με ράγα, ο όμοιος με ρώγα («ραγοειδής υμένας» ο μεσαίος υμένας τού οφθαλμού) νεοελλ. φρ. «ραγοειδής χιτώνας» ανατ. σύνολο οφθαλμικών ιστών, μεσοδερμικής προέλευσης, που περιλαμβάνει την ίριδα …   Dictionary of Greek

  • ῥαγοειδῆ — ῥαγοειδής like berries neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥαγοειδής like berries masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥαγοειδής like berries masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγοειδεῖ — ῥαγοειδής like berries masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥαγοειδής like berries masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγοειδοῦς — ῥαγοειδής like berries masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • αγγειώδης — ες (Α ἀγγειώδης) [ἀγγεῑο] αυτός που μοιάζει με αγγείο, κοίλος νεοελλ. ο ραγοειδής χιτώνας τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vascular bundle] …   Dictionary of Greek

  • πομοειδή — τα βοτ. οικογένεια τών ροδιδών, τής τάξης ροδώδη, τής οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι ο ψευδής ραγοειδής καρπός και η οποία περιλαμβάνει σημαντικά οπωροφόρα, όπως την αχλαδιά, τη μηλιά, την κυδωνιά, τη μουσμουλιά, τη μεσμιλιά, τη μουτζιά, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ραγοειδίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού ραγοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραγοειδής + ίτιδα] …   Dictionary of Greek

  • ραγώδης — (I) ῶδες, Α [ῥάξ, ῥαγός] ραγοειδής («ρἁγώδης καρπός στρύχνου», Θεόφρ.). (II) ώδες, Α [ῥάγος] ο γεμάτος ρήγματα, ρωγμές, καταραγισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”